Επιτέλους, η Σέκλιζα βρήκε τη θέση της στην "φανταστική" λογοτεχνία. Το ανακαλύψαμε σε μια σελίδα στο facebook, σε ένα βιβλίο και γράφτηκαν και σε σχετικά άρθρα. Ηθικός αυτουργός ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης, που θυμήθηκε να βάλει στα γραπτά του και την Σέκλιζα.
Αντιγράφουμε στιγμές:
Αντιγράφουμε στιγμές:
Σέκλιζα, είναι ταυτόχρονα τρομακτική και γοητευτική. Υποτίθεται ότι στην αρχαιότητα η Σέκλιζα ήταν το δικαστήριο των νεκρών. Οι δικαστές του Άδη, οι 3 Μοίρες, που γνωρίζουν παρελθόν, παρόν και μέλλον, κάθονταν εκεί και δίκαζαν τα σώματα των νεκρών. Η απόφαση για κάθε έναν του δινόταν μέσα σε φιαλίδιο. Ο νεκρός δεν ήταν υποχρεωμένος να δει την τιμωρία εκείνη τη στιγμή. Μπορούσε να περιπλανιέται ανάμεσα στους ζωντανούς για κάμποσο διάστημα. Κάποια στιγμή όμως έπρεπε να το ανοίξει και να πιει το υγρό. Αν δεν το έκανε, τον περίμενε μεγαλύτερη τιμωρία. Αυτό το δικαστήριο λέγεται ότι είναι μια σάλα τόσο μεγάλη που για να να τη διασχίσεις χρειάζονται τρεις γενιές. Ξεκινάς σήμερα εσύ και φτάνει το εγγόνι σου στο τέρμα, λίγο πριν πεθάνει!
Οι γηραιότεροι, καθώς και όσοι έχουν ανατραφεί δίχως άσφαλτο και τσιμέντο κάτω από τα ποδάρια τους παρατήρησαν πως κανένας πολυέλαιος δεν κουνήθηκε, κανένα καντήλι δεν άρχισε να τρέμει χαμηλώνοντας τη φλόγα του με δέος. Αντιθέτως, όσοι αλαφροΐσκιωτοι ήταν στα σπίτια τους όταν αυτά άρχισαν να τρέμουν ήταν σίγουροι πως κάποιο οργισμένο θεριό αλωνίζει τα θεμέλια. Έντρομοι νεωκόροι ορεινών ξωκλησσιών είδαν ρωγμές πάνω σε διπλοσφράγιστους τάφους. Οι ίσκιοι από τις συκιές της επαρχίας απομακρύνθηκαν από τα δέντρα τους, ψάχνοντας την κοντινότερη σχισμή για να συρθούν μέσα στις ανήλιαγες πολιτείες - το δικαστήριο των ψυχών είχε συνεδριάσει για τελευταία φορά.
Βαθιά κάτω από τη Σέκλιζα δικάζονταν οι νεκροί. Είναι μια σάλα τόσο μεγάλη που για να να τη διασχίσεις χρειάζονται τρεις γενιές - αν ξεκινήσεις νέος από τη μια μεριά, το εγγόνι σου θα φτάσει τελικά στην άλλη άκρη, λίγο πριν ξεψυχήσει. Εκεί θρόνιαζαν έως χτες οι δικαστές του Άδη, με τις πλατύγυρες ματιές τους που βλέπουν ταυτόχρονα παρόν, παρελθόν και μέλλον. Κάθε κρύο σώμα δικάζονταν εκεί με απέραντη αυστηρότητα, και παραλάμβανε την απόφαση μέσα σε φιαλίδιο. Δεν ήταν υποχρεωμένος ο νεκρός να ανοίξει αμέσως το δοχείο και να μάθει την απόφαση - μπορούσε να την κρατήσει μαζί του για όσο καιρό ήθελε, και να περιπλανιέται ανάμεσα στους ζωντανούς τα βράδια. Όμως η απόφαση κάποτε έπρεπε να πιωθεί, και τότε η αυστηρότητα των δικαστών έπεφτε πάνω στον νεκρό - δεν είχαν υπάρξει μεγαλύτερα καθάρματα από δαύτους τους κριτές.
Χτες το πρωί είχε συνέλθει το δικαστήριο για κρίνει έναν παμπόνηρο από το Ζουλευκάρι που είχε ξεγελάσει αμέτρητες φορές τους συγχωριανούς του, τους περαστικούς, τον Ήλιο και το Φεγγάρι. Ακόμη και τον Θάνατο τον ίδιο είχε πλανήσει, κι έτσι έζησε για τετρακόσια χρόνια, μέχρι που έγινε σκελετός με ανάσα. Τον βρήκε τελικά ο Χάροντας, και τον κατέβασε στο δικαστήριο. Τόση ήταν όμως η ευγλωττία του που αντί να παραλάβει απόφαση ο ίδιος, κατάφερε να δικάσει τους δικαστές, και να τους παραδώσει αυτός μια νταμιτζάνα με την κρίση που τους άρμοζε. Την άνοιξαν οι δικαστές, και ήπιαν το ζωμό του γραφτού τους, κι αμέσως σάλεψαν από το κρίμα για όσες ψυχές είχαν καταδικάσει. Πήραν να τρέχουν κάτω από τη Γη, φτάνοντας μέχρι και την Καρδίτσα, και οπούθε βρίσκανε υπόγειο το βροντάγανε, μπας κι έβρουν τα κόκαλα των δικασμένων, να τους δώσουν συγχώρεση. Για αυτό λοιπόν βρόνταγαν τα κτίρια εχτές, και θα βροντάνε ακόμη για μέρες πολλές, έως ότου πάρουν άφεση οι δικαστές από όλους τους αδικημένους.