7.2.10

υπήρξαμε και μεις πρόσφυγες

οι καταδιωκόμενοι

Κατακαλόκαιρο του 1947.
Κουβαλούσαμε τα στάρια. Τα μισά είχαμε μαζέψει, όταν «μας σήκωσαν» απ’ το χωριό. Έπρεπε να φύγουμε. Τα άλλα μισά τα φτιάσαμε θημωνιές απόξω απ’ το Ζαΐμι. Διαταγή: «Θα θύβγετε. Ό,τι μπορείτε πάρτε». Μωρά στην αγκαλιά. Όλο το σπίτι σε ένα αμάξι (κάρο): φασόλια, αλεύρι. Κι ό,τι δε χωρούσε σε ένα σεντούκι να τα παραχώσουμε.

Όλο το χωριό φορτωμένο να παίρνει δρόμο. Πίσω φαίνονταν φωτιές να καίνε αποθήκες με τριφύλλια. «Πώπώ, έβαλαν φωτιά το μαντρί, καίεται!» Και βλέπαμε ως κάτω…

Γυναίκες να ψάχνουν γάλα να δώσουν στα μωρά τους. Σκέφτηκαν ακόμα και να τα πετάξουν εξαμηνίτικα στο ποτάμι, όπως πετούσαν τα κουτάβια. Οι γέροι έφτασαν στα πρώτα χωριά το βράδυ, φέρνοντας τις αγελάδες κι οι έφηβοι τσομπάνηδες τα πρόβατα «από κοντά». Κάποιοι πούλησαν τις γελάδες τους, «τι να τις κάναμε;». Ένα πεντακοσάρικο τις δυο.

Οικογένειες μοιρασμένες: Ζαΐμι, Νταούτι, Παλαμάς. Κι άλλοι/ες φευγάτοι στο βουνό, εμφύλιος πόλεμος. Άλλοι με το στρατό κι άλλοι/ες αντάρτες/ισσες. Θάνατοι πολλοί. Γάμος κανένας.

Δυο χρόνια μακριά από το χωριό. Σπίτια παρατημένα έγιναν στέγη μας κι η αλληλεγγύη των ανθρώπων που μας βάλανε ακόμα και στα σπίτια τους. «Τα ‘χαμαν πολύ καλά». Για βοήθεια λίγο αλεύρι. Ήρθαμε και μαζέψαμε τα καλαμπόκια, «μας έδιναν άδεια», αλλά να μείνουμε πίσω στο χωριό δεν μπορούσαμε.

Τη δεύτερη χρονιά δε σπείραμε.

Άνθρωποι πέθαναν, όταν ήμασταν «’σα κατ’», και δεν ήρθαμε να τους θάψουμε στο χωριό. Μετά από χρόνια φέραμε τα κόκαλά τους πίσω.

Κι όταν γυρίσαμε ήταν 1949, Πάσχα κοντά, ήρθαμε κι ουρλιάζαμε. Αγκαλιαστήκαμε και κλαίγαμε. Σπίτια χαλασμένα, άλλα καμένα. Άνθρωποι φυλακισμένοι, άλλοι σκοτωμένοι: «Στον άλλο κόσμο θα σμιχτούμε». Ξεπαραχώσαμε και βρήκαμε το σεντούκι με τα πράγματά μας.


Σελίδες της τοπικής ιστορίας μας θαμμένες μαζί με τις αναμνήσεις των ανθρώπων: «Να μη σώσουν να έρθουν τέτοια χρόνια…». Υπήρξαμε και μεις πρόσφυγες, που αφήσαμε τη γη μας χωρίς τη θέλησή μας, μ’ ένα φόβο πάνω από το κεφάλι μας. Τα ρεπορτάζ των ταλαιπωρημένων προσφύγων και τα ντοκιμαντέρ για κάποιους και κάποιες από μας δεν είναι μόνο μακρινές πραγματικότητες. Υπήρξαν βιώματα που εγγράφηκαν στη συλλογική αντι-μνήμη του χωριού μας. Σ’ αυτή τη μνήμη που δεν καταγράφεται ως η επίσημη ιστορία των σχολικών βιβλίων, αλλά αποτελεί στοιχείο της ταυτότητας αυτής της κοινότητας ανθρώπων. Γεγονότα που χάραξαν βαθιά σημάδια: δάκρυα, πόνος, αγωνία, φόβος, αλληλεγγύη, συντροφικότητα, κλάματα, εναγκαλιασμοί, πένθος, αίμα, χώμα, ξύλα, όπλα, χέρια, απογοήτευση, σκοτάδι, σιωπή, βήματα, κραυγές, δύναμη, αντοχή, μαχητικότητα, όνειρα, ελπίδες.

[το κείμενο δημοσιεύτηκε και στην εφημερίδα "Σέκλιζα", Γενάρης 2010, τ.3, σ.8]

4 σχόλια:

ria είπε...

μου τα έλεγε η γιαγιά μου, ήταν από το νεοχώρι, και μετά πήγαν στο πιτσαρί, άλλιώς λέγεται σήμερα, και πως μένανε σε ένα κατώι που τους έδωσε ένας φίλος του παππού μου και πως οι κομμουνιστές έπιασαν τους δυο παππούδες μου που ήταν φίλοι αδερφικοί και τους μαύρισαν στο ξύλο και πως η γιαγιά μου με το μωρό στην αγκαλιά τους παρακαλούσε να τους δώσει λίγο ψωμί και νερό...

φριχτές στιγμές. φριχτές εποχές.

ce_ είπε...

Καθένας/καθεμία έχει ακούσει διαφορετικά την ίδια ιστορία.

Ανώνυμος είπε...

Η ria για τους κομμουνιστες...μαλιστα...ειναι κ σταρτιωτικος...πωπω..φανταζομαι αποψεις...

Bill είπε...

to arthro einai poli kalo..
auto pou thelw omws einai na mathw per/ra....